κακώσῃς

κακώσῃς
κακάζω
cackle
fut part act fem dat pl (epic)
κακόω
maltreat
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Antikes Griechisches Recht — Als griechisches Recht der Antike wird nicht eine bestimmte einheitliche Rechtsordnung bezeichnet, denn das Recht war von Polis (griechisch πόλις) zu Polis verschieden. Es handelt sich vielmehr um eine Sammelbezeichnung für eine regional und …   Deutsch Wikipedia

  • αντικάκωσις — ἀντικάκωσις, η (Μ) ανταπόδοση κάκωσης, αμοιβαία κακοποίηση …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • νεαροποίηση — η [νεαροποιώ] ιατρ. η απόξεση συνθλιμένου ιστού, άτονων υπολειμμάτων ή ανώμαλης ουλής από την επιφάνεια τών τοιχωμάτων παλαιάς τραυματικής κάκωσης για υποβοήθηση τής επούλωσης …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • αικίας δίκη — Κατά την αρχαιότητα, ειδική δίκη του αττικού δικαίου, για την περίπτωση σωματικής κάκωσης με πρόθεση να ταπεινωθεί ο κακοποιούμενος. Ο παθών είχε δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από την Ηλιαία, και από την έγκλησή του δεν χωρούσε παραίτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”